- αγεροκόμητος
- -η, -οεκείνος που δε γεροκομήθηκε: Άφησαν τον πατέρα τους αγεροκόμητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγεροκόμητος — η, ο [γεροκομώ] βλ. αγηροκόμητος … Dictionary of Greek
αγηροκόμητος — και αγεροκόμητος, η, ο (Μ ἀγηροκόμητος, ον) [γηροκομῶ] αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του … Dictionary of Greek